- λελογισμένως
- λελογισμένως, Adv., ([etym.] λογίζομαι)A according to calculation, λ. ὅκως . . Hdt.3.104;
λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021
;ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021
;ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λελογισμένως — according to calculation indeclform (adverb) λογίζομαι count perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελογισμένως — και α (Α λελογισμένως) επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. τού λελόγισμαι, παρακμ. τού λογίζομαι «υπολογίζω»] … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek